-
1 ἅζομαι
A :—stand in awe of, esp. gods and one's parents,ἁζόμενοι.. Απόλλωνα Il.1.21
;μήτ' οὖν μητέρ' ἐμὴν ἅζευ Od.17.401
; followed by inf.,χερσὶ δ' ἀνίπτοισιν Διἴ λείβειν.. ἅζομαι Il.6.267
;ξείνους οὐχ ἅζεο.. ἐσθέμεναι Od.9.478
;ἅ. μή Il.14.261
;τίς δή κεν.. ἅζοιτ' ἀθανάτους; Thgn.748
,cf.Alcm.54: used by A. in lyr.,τίς οὖν τάδ' οὐχ ἅζεται; Eu. 389
; Παλλάδος δ' ὑπὸ πτεροῖς ὄντας ἅζεται πατήρ (sc. Ζεύς) respects.., ib. 1002;ἅζονται γὰρ ὁμαίμους Id.Supp. 652
; πλόκαμον οὐδάμ' ἅζεται ib. 884 (all lyr.); θανεῖν οὐχ ἅζομαι I fear not to die.., E.Or. 1116.2 abs. in part., reverently, in holy fear, Od.9.200; ἀμφί σοι ἁζόμενος S.OT 155.
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский